σουρομαδιέμαι

σουρομαδιέμαι
σουρομαδιέμαι και σουρομαδιούμαι
1. τραβώ και ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου.
2. μτφ., βρίσκομαι σε απόγνωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουρομαδιέμαι — σουρομαδιέμαι, σουρομαδήθηκα, σουρομαδημένος βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουρομαδώ — άω, Ν 1. σέρνω κάποιον από τα μαλλιά και τόν μαδώ 2. μέσ. σουρομαδιέμαι τραβώ τα μαλλιά μου από απελπισία ή λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαδώ (< σύρω + μαδώ). Για την τροπή τού υ σε ου , πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρ(ν)ω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”